- Ποντικός
- Ποντικός, ή, όν from Pontus (s. Πόντος; Hdt. et al.; Just., A I, 26, 5 [Marcion]) subst. (Socrat., Ep. 30, 14) of Aquila Π. τῷ γένει a native of Pontus Ac 18:2.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ποντικός — from Pontus masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποντικός — from Pontus masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποντικός — Κοινό όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται τα Τρωκτικά, που ανήκουν στην υποοικογένεια των μυϊνών, της μεγάλης οικογένειας των Μυϊδών. Μια τυπική μορφή των απλοδόντων αυτών είναι ο γνωστός κατοικίδιος ποντικός (mus musculus), που έχει μήκος 16 18 εκ … Dictionary of Greek
ποντικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πόντο (θάλασσα), ο θαλασσινός. 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περιοχή του Πόντου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπαγα(μ)πόντικος — η, ο επίρρ. α (λ. ιταλ.), πονηρός, κατεργάρικος: Μου συμπεριφέρθηκε μπαγαπόντικα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ποντικά — Ποντικός from Pontus neut nom/voc/acc pl Ποντικά̱ , Ποντικός from Pontus fem nom/voc/acc dual Ποντικά̱ , Ποντικός from Pontus fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποντικά — ποντικός from Pontus neut nom/voc/acc pl ποντικά̱ , ποντικός from Pontus fem nom/voc/acc dual ποντικά̱ , ποντικός from Pontus fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ποντικῶν — Ποντικός from Pontus fem gen pl Ποντικός from Pontus masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποντικῶν — ποντικός from Pontus fem gen pl ποντικός from Pontus masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ποντικόν — Ποντικός from Pontus masc acc sg Ποντικός from Pontus neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποντικόν — ποντικός from Pontus masc acc sg ποντικός from Pontus neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)